νιζάμης

νιζάμης
ο
οπλίτης τού τουρκικού τακτικού στρατού, τακτικός στρατιώτης, σε αντιδιαστολή προς τον βασιβουζούκο και τον γενίτσαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nizam].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”